Σύντομο ιστορικό του χώρου του Πάρκου
Το σημερινό πάρκο αποτελούσε επί τουρκοκρατίας μέρος ενός μεγαλύτερου τσιφλικιού που ανήκε στον Τούρκο διοικητή Μεμίσαγα, αν και κατά μία έννοια συνεχίζει να αποτελεί τσιφλίκι, των κεντρικών και τοπικών αρχών σήμερα. Η ευρύτερη περιοχή ήταν καλυμμένη με ελαιώνες, εσπεριδοειδή αλλά και αρκετές καλλιεργήσιμες εκτάσεις που ανάμεσα τους αναπτύχθηκαν μικρά αρβανιτοχώρια με αγροτικό και κτηνοτροφικό πληθυσμό.Οι τότε τσιφλικάδες (κυρίως Τούρκοι αλλά όχι μόνο) συνήθιζαν να καταπατούν, είτε με τα όπλα είτε με την εξουσία που κατείχαν, τεράστιες εκτάσεις και με τον καιρό αποκτούσαν τίτλους ιδιοκτησίας που τους έδινε το δικαίωμα να τα πουλάνε πλέον με ‘νόμιμο’ τρόπο. Κάπως έτσι και η περιοχή του πάρκου, αφού πέρασε από διάφορα χέρια πλούσιων Ελλήνων και Άγγλων, κατέληξε στη βασιλική οικογένεια που το διαμόρφωσε σε ένα ενιαίο κτήμα 2500 στρεμμάτων. Η Αμαλία, βασίλισσα τότε του ελληνικού κράτους, δημιούργησε, μεταξύ του 1848-1861, μια πρότυπη αγροκτηνοτροφική μονάδα κι έχτισε έναν πύργο για την ευχάριστη διαμονή της. Πριν προλάβει όμως να χαρεί το ‘’θεάρεστο’’ έργο της, καταργείται η βασιλεία του Όθωνα (1862) και η διαχείριση περνά στο υπουργείο οικονομικών. Οι νέοι κρατικοί τσιφλικάδες πουλούν το κτήμα στον Σίνα και αυτός με τη σειρά του στον Σερπιέρη, ιδιοκτήτη των μεταλλείων Λαυρίου και γνωστό για την αγριότητά του απέναντι στους εργάτες και μεταλλωρύχους που δούλευαν στην εταιρία του.
Μέχρι το 1987 η περιοχή δεν έχει ενιαίο χαρακτήρα και η έκταση συνεχώς συρρικνώνεται. Στο νότιο μέρος χτίζονται κτίρια και μηχανουργεία του υπουργείου γεωργίας, οι δήμοι φτιάχνουν αμαξοστάσια για τα απορριμματοφόρα, ενώ μεγάλη έκταση καταλαμβάνει και το ίδρυμα Μητέρα. Λίγο πιο ψηλά, χτίζεται τη δεκαετία του ‘70 το δημοτικό γήπεδο Ιλίου και παράλληλα ο ίδιος δήμος, καταπατά και διεκδικεί δεκάδες στρέμματα γύρω από αυτό. Επίσης καταπατημένη είναι από τους προσκόπους έκταση πολλών στεμμάτων, που τους ‘’παραχώρησε’’ ο βασιλιάς ενώ σε διαφορετικές περιόδους χτίζονται τα ιδρύματα νεότητας, Θεοτόκος και αποκατάστασης αναπήρων. Το 1987 κατοχυρώνεται ο ενιαίος χαρακτήρας του χώρου και ξεκινούν οι πρώτες μελέτες για τη δημιουργία του πάρκου. Παρόλα αυτά, μια έκταση περίπου 360 στρέμματα που κατέχουν οι απόγονοι του Σερπιέρη, μένει εκτός πάρκου καθώς καμία κρατική υπηρεσία δεν κινητοποιήθηκε ώστε να την απαλλοτριώσει. Αντιθέτως, το 1995 με απόφαση του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Λαλιώτη, εντάσσονται στο σχέδιο πόλης 120 στρέμματα, από τα οποία τα 44 οικοδομούνται από τις πολυεθνικές Carrefour και ster cinemas ενώ ο υπουργός οικονομικών Δρυς οριστικοποιεί την ιδιοκτησία των Σερπιέρηδων.
Το 1993 ξεκινούν τα έργα για το ‘’πρότυπο πάρκο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης’’, χρηματοδοτούμενο κατά 75% από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα urban. Για δέκα περίπου χρόνια ο χώρος παραμένει εργοτάξιο αφού το μεγάλο φαγοπότι γύρω από τα δις, οι απίστευτες κακοτεχνίες και οι ελλείψεις σταματούν τη χρηματοδότηση και η ευρωπαϊκή επιτροπή δεν το δέχεται ως έργο. Την ευθύνη και επόπτευση των έργων εκείνη την περίοδο, έχει η τοπική αυτοδιοίκηση, δηλαδή οι όμοροι δήμοι και ο Αναπτυξιακός Σύνδεσμος Δυτικής Αθήνας (ΑΣΔΑ), οι ίδιοι δηλαδή που κραυγάζουν τώρα για την εγκατάλειψή του.
Το 2002 εντέλει ανοίγει τις πόρτες και επίσημα (ο κόσμος παρόλα αυτά το χρησιμοποιούσε για τις βόλτες του) και η διαχείριση του περνάει στα χέρια του Φορέα Διοίκησης και Διαχείρισης του Πάρκου που συστάθηκε την ίδια περίοδο. Στον φορέα αυτό συμμετέχουν το ΥΠΕΧΩΔΕ, ένα μέλος του Οργανισμού Αθήνας, της Νομαρχίας Αθήνας, εκπρόσωποι των τριών δήμων στους οποίους ανήκει χωροταξικά (Δήμοι Ιλίου, Καματερού και Αγ. Αναργύρων), ένα μέλος του ΑΣΔΑ και ένα μέλος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθήνας.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, με μπροστάρηδες τους παραπάνω, στο προοριζόμενο για υπερτοπικό πόλο πρασίνου, στο μεγαλύτερο περιβαλλοντικό Πάρκο των Βαλκανίων, με τα 145 είδη πουλιών και την ιδιαίτερα πλούσια χλωρίδα, η εγκατάλειψη διατρανώθηκε, με την εμπορευματοποίηση να απειλεί πλέον ευθέως τον χαρακτήρα του ως ανοιχτού δημόσιου χώρου. Με πρόσχημα την εξεύρεση πόρων, λόγω της ανεπαρκούς -όπως διατείνονταν- χρηματοδότησης από το υπουργείο, στο πάρκο ξεφύτρωσαν διάφορα μικρά και μεγάλα μαγαζάκια, όπως το Νatura shop, το λούνα πάρκ -που αυτή τη στιγμή έχει φύγει- η καφετέρια, το ερπετάριο.
Φυσικά, δεν πρόκειται για κανενός είδους ανεπάρκεια ή αδιαφορία από την πλευρά του Φορέα. Αυτό που ουσιαστικά πάντα επιδιωκόταν, με τους κηδεμόνες δήμους να πρωτοστατούν, ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη εγκατάλειψη του χώρου, ώστε στη συνέχεια να επικαλεστούν αυτήν ακριβώς την εγκατάλειψη, αφενός για να αναβαθμίσουν το ρόλο τους σε Φορέα σωτηρίας του Πάρκου -εισπράττοντας σε ψήφους για αυτή τους την ευαισθησία- και αφετέρου, να δρομολογήσουν -στον αντίποδα της εγκατάλειψης- μια χωρίς επιστροφή εμπορευματοποίησή του. Κι αυτό γιατί η ανάπτυξη της περιοχής, είναι γι’ αυτούς συνώνυμη των εμπορικών κέντρων και της κατανάλωσης, των δρόμων ταχείας κυκλοφορίας, των χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων, των σταθμών μετρό και προαστιακού...
Τους τελευταίους μήνες μάλιστα, οι τοπικοί δημοτικοί άρχοντες, ως πρωτοστατούντες μνηστήρες του Πάρκου, προκειμένου να αποσπάσουν την κοινωνική συναίνεση, υιοθέτησαν τον πολύ γνώριμο κυρίαρχο λόγο περί πράσινης διαχείρισής του. Επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου γελοία επίδειξη ευαισθησίας, με δεντροφυτεύσεις και “σπαραξικάρδιες” εκκλήσεις με αφίσες και φυλλάδια για τη σωτηρία του Πάρκου. Ψευδοευαισθησία που εκλείπει τελείως, όταν ο δήμος Ιλίου έχοντας καταπατήσει μέρος του Πάρκου στα νότια, φτιάχνει χωματερή, γήπεδο και δρόμο, όταν αφανίζεται ο Πευκώνας των Αγ. Αναργύρων, αλλά και όταν οι δεσμευμένες - για “κοινωφελείς” σκοπούς - εκτάσεις από το δήμο Καματερού, παραδίδονται η μία πίσω απ’ την άλλη στους εργολάβους.
Το πάρκο ως παράδειγμα της γενικότερης πολιτικής χρήσης των δημόσιων χώρων
Τα παραπάνω δεν αποτελούν βέβαια στιγμές πολιτικής ευφυΐας των τοπικών αρχόντων για το πώς να βάλει κανείς στο χέρι, εύκολα και διακριτικά, τη δημόσια γη. Η πολιτική που εφαρμόζεται και στην περίπτωση του Πάρκου, εντάσσεται στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης, η οποία προωθείται περισσότερο από μια δεκαετία τώρα από την Ε.Ε. Ουσιαστικά πρόκειται για αναπτυξιακά έργα, που σύμφωνα με τους κυρίαρχους, θα μπορούν να αποφέρουν τα μέγιστα κέρδη, αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής και συμπεριλαμβάνοντας τα στο αρχικό project, ώστε να μην παρακωλύουν στη συνέχεια τη μπίζνα. Η αειφόρος ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη συνδυάζεται πάντα με τη νέα καραμέλα, αυτή του σεβασμού προς το περιβάλλον, ενώ στην πραγματικότητα αποσκοπεί στην περαιτέρω αποικιοποίηση της γης και τη διεύρυνση της εκμετάλλευσής της. Στην περίπτωση του Πάρκου αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν τέτοια επενδυτικά σχέδια που θα αξιοποιούν τον φυσικό πλούτο της περιοχής∙ για παράδειγμα θα μπορείς να ψωνίζεις σε ένα νέο υπερεξοπλισμένο MALL και μετά να τρως και να πίνεις έχοντας για θέα μια τεχνητή λίμνη με πάπιες, ενώ τα παιδιά θα περιηγούνται σε αίθουσες με ερπετά ή θα κάνουν bird watching… Αυτή την πολιτική ακολουθούν κατά γράμμα οι τοπικοί ηγετίσκοι, συνυπολογίζοντας ασφαλώς και τα διόλου ευκαταφρόνητα κονδύλια και μίζες που έχουν να καρπωθούν.
Προς επιβεβαίωση των όσων αναφέρθηκαν, η πρόσφατη απόφαση χρηματοδότησης του Πάρκου από το ΥΠΕΧΩΔΕ και τον όμιλο Λάτση. Σε συνάντηση που είχε ο Σουφλιάς με τον εκπρόσωπο του ΑΣΔΑ και τους κηδεμόνες δημάρχους, αποφασίστηκε η παροχή κονδυλίου 1.400.000 ευρώ και ετήσια χρηματοδότηση 400.000 ευρώ, για να αποκατασταθεί το πάρκο και να μπορέσει να “φιλοξενήσει” επενδύσεις που θα το συντηρούν. Η συμμετοχή του ομίλου Λάτση, γνωστού για την εμπλοκή του στην κατασκευή του MALL στο Μαρούσι, δεν αφήνει αμφιβολίες για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Επιπρόσθετα, στην ίδια συνεδρίαση, τέθηκε επικεφαλής του Φορέα διαχείρισης κάποια Συκιανάκη, εκ μέρους του Οργανισμού Αθήνας, η οποία πρόσφατα είχε εισηγηθεί τον αποχαρακτηρισμό μέρους του Υμηττού από δασική έκταση σε αστικό πάρκο. Οι σωστοί άνθρωποι, στις σωστές θέσεις… Με την όχι τυχαία τοποθέτηση της Συκιανάκη στην προεδρική θέση του Φορέα -την οποία για περισσότερα από έξι χρόνια καταλάμβαναν μόνο δήμαρχοι των περιοχών- οι δημοτικές αρχές θα νίψουν τας χείρας τους απέναντι στις όποιες αντιδράσεις υπάρξουν για την εξαφάνιση του πάρκου, διατηρώντας έτσι αμείωτα τα εκλογικά τους ποσοστά.
Και οι λοιποί καλοθελητές...
Πέρα από όλο αυτό το συρφετό, στο Πάρκο δραστηριοποιείται και μια μη κυβερνητική οργάνωση, η Ορνιθολογική Εταιρεία. Όπως όλες οι μη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις, έτσι και η συγκεκριμένη αποτελεί μια καλή βιτρίνα περιβαλλοντικής ευαισθησίας, με διορθωτικές παρεμβάσεις στα θεσμικά περιβαλλοντικά “παραστρατήματα” και εκπαιδευτικά προγράμματα για τα πουλιά, που χαιρετίζονται και χρηματοδοτούνται από τη Vodafone. Ας μη γελιόμαστε. Οι οργανώσεις αυτές, με τις προτάσεις και τα προγράμματα για ορθολογικότερη μεταχείριση των οικοσυστημάτων, ουσιαστικά λειαίνουν τις πολιτικές λεηλασίας της φύσης από τους κυρίαρχους και τελικά καταφέρνουν να γίνονται οι πράσινοι διαμεσολαβητές στις θεσμικές διευθετήσεις.
Και ο κύκλος των επίδοξων σωτήρων του Πάρκου κλείνει με την Αριστερά, της οποίας οι οργανώσεις και δημοτικές παρατάξεις της περιοχής, είτε περιορίζονται σε ανώδυνες καταγγελίες για ανεπάρκεια και αδιαφορία του Φορέα, ζητώντας λογιστικούς ελέγχους, είτε διεκδικούν να αποδοθεί το Πάρκο στους κηδεμόνες δήμους για να το “φροντίσουν” αυτοί καταλλήλως. Πρόκειται για το γνωστό τρόπο με τον οποίο η αριστερά προωθεί το αγωνιστικό της προφίλ∙ η διεκδίκηση του Πάρκου δεν είναι παρά μια ακόμη ευκαιρία για την προώθηση του μοντέλου του ενεργού πολίτη, αυτού που με θλιβερές μαζώξεις και άσφαιρο καταγγελτικό λόγο εκτονώνει τις όποιες δυσαρέσκειες.
Τι σημαίνουν για την κυριαρχία οι δημόσιοι χώροι
Η τύχη των ελεύθερων χώρων είναι στενά συνδεδεμένη παγκοσμίως με τη μετάβαση στις νεωτερικές μορφές οργάνωσης, με την ενδυνάμωση του αστικού κράτους και τη δογματική αποδοχή του καπιταλισμού ως το μόνο βιώσιμο οικονομικό μοντέλο. Στα πλαίσια αυτά, από την αρχή της συγκρότησης του ελληνικού κράτους συντελέστηκε η αρπαγή της δημόσιας γης, η μετατροπή της σε κρατική ιδιοκτησία και η ακόλουθη εκποίηση της με πρόσχημα την ανάγκη για χρήμα, είτε για αναπτυξιακούς λόγους είτε απλά για την αποπληρωμή κρατικών χρεών.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κράτος είναι αυτό που αποφασίζει για την τύχη του δημόσιου χώρου και τις χρήσεις του, χωρίς να χρειάζεται καν την παραμικρή κοινωνική συναίνεση ή συμφωνία πια. Κι επειδή όλα μετρώνται με τη λογική του κέρδους και την εξυπηρέτηση μεγάλων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, οι δημόσιοι χώροι πάντα καταλήγουν να πωλούνται στο παζάρι. Η γη αποτελεί πια το μεγαλύτερο πεδίο κερδοσκοπίας, χειραγώγησης κι ελέγχου πάνω στις ζωές μας.
Μέσα στις μεγαλουπόλεις, ως δημόσιος χώρος νοείται αυτός που περιχαρακώνεται στις τσιμεντένιες πλατείες, στους δρόμους και τα πεζοδρόμια και τα δημόσια κτήρια. Χώροι δηλαδή, αφιλόξενοι και άψυχοι, που σε καμιά περίπτωση δεν ενθαρρύνουν την ελεύθερη συνεύρεση των ανθρώπων, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων, το παιχνίδι ή απλά το άραγμα και την ξεκούραση.Η τοποθέτηση security, οι ασφαλίτες και οι εξακριβώσεις ταυτότητας, οι κάμερες παρακολούθησης καθώς και η τρομοκρατία που καλλιεργείται ότι στα πάρκα και τις πλατείες κινδυνεύει ο καθένας από μετανάστες, πρεζόνια και κλεφτρόνια, απλά μαντρώνουν τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους, καθιστώντας τούς όμηρους της αποξένωσης, της αντικοινωνικότητας και της τηλεαπάθειας. Μέσα από την καλλιέργεια φοβικών αισθημάτων όχι μόνο βρίσκει έδαφος η καταστολή και ο έλεγχος της κοινωνικής ζωής, αλλά ακόμα καλύτερα πετυχαίνουν την άνευ όρων παράδοση της ζωής και της ‘’ασφάλειας’’ μας στα χέρια τους.
Ο ιδιωτικός χώρος κυριαρχεί και σιγά σιγά καταβροχθίζει ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο. Η αστική γη δεν νοείται να έχει καμιά άλλη χρήση πλην της εμπορεύσιμης: μαγαζιά, ιδιωτικοί χώροι πληρωμένης διασκέδασης, τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι που μεταφέρουν εργαζόμενους-καταναλωτές και προϊόντα στον προορισμό τους.
Ενώ για την αναψυχή μας υπάρχουν οι τσιμεντένιες πλατείες, πεζόδρομοι με μαγαζιά και αυτοκίνητα και βέβαια νεραντζιές και πικροδάφνες στα πεζοδρόμια. Η παντελής έλλειψη πρασίνου (και δεν εννοούμε τα παρτέρια και τις νεραντζιές), καθώς και η μη σύνδεση των λιγοστών δεντροφυτεμένων νησίδων τόσο μεταξύ τους, όσο και με την ολοένα συρρικνούμενη περιαστική βλάστηση, δυσχεραίνει την κυκλοφορία του αέρα και του οξυγόνου μέσα στην πόλη. Στην περιβαλλοντική επιβάρυνση συμβάλουν βέβαια και ο ολοένα αυξανόμενος οικοδομικός όγκος καθώς και η κάλυψη του αστικού εδάφους με άσφαλτο και άλλα δομικά υλικά, ενώ η ανάπτυξη μεγάλων αυτοκινητόδρομων περιφερειακά της πόλης, την αποκόπτει από τα βουνά, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τη χλωρίδα και την πανίδα που υπάρχει στους πρόποδες τους και όχι μόνο.
Μέσα στο αστικό πεδίο κάθε σχεδιασμός της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας συμβαδίζει απόλυτα με το μοντέλο της ανάπτυξης (ή της βιώσιμης ανάπτυξης όπως την αποκαλούν πια). Σ΄ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται κι η μεθοδευμένη εγκατάλειψη του πάρκου Τρίτση, από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Με την προσφιλή δικαιολογία, ότι δεν υπάρχουν οι απαιτούμενοι πόροι για τη συντήρησή του, το πάρκο έχει καταλήξει να είναι ένας χώρος παραδομένος σε κάθε λογής ιδιώτες και οικονομικά-πολιτικά συμφέροντα. Αυτή είναι η πάγια τακτική που ακολουθούν: αφού εκτοξεύσουν αλληλοκατηγορίες για τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, δηλαδή ποιος κατάφερε να φάει τα πιο πολλά, τα βρίσκουν κάτω απ΄ το τραπέζι μοιράζοντας πάλι την πίτα μεταξύ τους. Ο δημόσιος χαρακτήρας του πάρκου ουσιαστικά καταρρέει, αφού το ιδιωτικό συμφέρον εισβάλει δυναμικά κι επιθετικά, διεκδικώντας μερίδιο που θα του αποφέρει μεγάλα κέρδη. Φορώντας τον περιβαλλοντικό μανδύα, οι τρεις δήμοι και ο ΑΣΔΑ προσπαθούν να μας πείσουν ότι κόπτονται για τη σωτήρια του πάρκου, βαφτίζοντας τον καιροσκοπισμό, την ανικανότητα και το κυνήγι του κέρδους οικολογική συνείδηση.
Προταγματικές αντιστάσεις για ελεύθερους δημόσιους χώρους
Τόσο η πολεοδομική όσο και η οικονομική οργάνωση της πόλης τελικά διευκολύνουν την επιβολή της εξουσίας των λίγων τόσο πάνω στο χώρο όσο και πάνω στον άνθρωπο. Απέναντι σ΄ αυτή την αδηφάγα μηχανή, εναντιώνονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, διεκδικώντας να πάρουν τη ζωή πίσω στα χέρια τους. Προτάσσοντας την ανάγκη μας να πάψουμε να εξαρτιόμαστε από τον πολιτισμό της εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης. Συλλογικά και αδιαμεσολάβητα διεκδικούμε όλους τους δημόσιους χώρους, τους απελευθερώνουμε και τους επανοικειοποιούμαστε κρατώντας τούς ζωντανούς, ως χώρους ανοιχτούς σε όλες και όλους για κοινωνική συνεύρεση και δημιουργία. Δεν τους ζητάμε να μας χαρίσουν τίποτα, ούτε διαπραγματευόμαστε άλλο πια τη ζωή, το χρόνο, την υγεία, τη διαφορετικότητα και τις ανάγκες μας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι κάτοικοι των Πατησίων και της Κυψέλης που από τον Ιανουάριο του 2009 ξαναδημιουργούν και διαχειρίζονται συλλογικά και αυτοργανωμένα το πάρκο των οδών Κύπρου και Πατησίων, αντιστεκόμενοι στις επιθέσεις των μπάτσων και τα σχέδια του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος κατέστρεψε το πάρκο με σκοπό τη δημιουργία πάρκινγκ, όπως επίσης και η δράση των κατοίκων των Εξαρχείων, οι οποίοι από το Μάρτιο του 2009 μετέτρεψαν το πρώην πάρκινγκ, ιδιοκτησίας ΤΕΕ, στη συμβολή των οδών Χ.Τρικούπη, Ναυαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής, σε δημόσιο, συλλογικά διαμορφωμένο κι αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο.
Μορφές αντιστάσεων όπως οι παραπάνω, είναι πια μια πολύ συνειδητή επιλογή όλο και περισσότερων ανθρώπων. Η συνολική θεώρηση κι αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων που άπτονται της ζωής και της καθημερινότητάς μας, οδηγούν σε μια ανυποχώρητα επιθετική στάση απέναντι στην ανελέητη εμπορευματοποίηση του χώρου και της ζωής μας. Μέσα από την αυτοργάνωση και την αντιϊεραρχική συνύπαρξή μας προχωράμε μαθαίνοντας, συζητώντας και συναποφασίζοντας. Η αυτοδιαχείριση της γης, του ζωτικού αυτού χώρου, έστω κι αν πρόκειται για την αστική γη, είναι αυτό που προτάσσουμε ως μέσο απελευθέρωσης και διαφύλαξής της.
στα αναπτυξιακά έργα
δήμων και φορέων
Χαρτογράφηση εγκατάλειψης και λεηλασίας:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου